μαστρο- — πρόθεμα σε κύριο όνομα τεχνίτη: Ο καλύτερος τεχνίτης είναι ο μαστρο Νικόλας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μάστρο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 469 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, αριστερά του ποταμού Αχελώου, Δ του Αιτωλικού, 19 χλμ. ΒΔ του Μεσολογγίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο … Dictionary of Greek
κεραμική — Τέχνη παραγωγής χρηστικών και διακοσμητικών αντικειμένων από άργιλο και άλλες ουσίες. Τα αντικείμενα διαμορφώνονται από την εύπλαστη μάζα υγρού πηλού και υποβάλλονται σε αποξήρανση και ψήσιμο για να σκληρύνουν και να σταθεροποιηθούν. Η ποικιλία… … Dictionary of Greek
ενωτικό — το ένα από τα ορθογραφικά σημεία, μικρή οριζόντια γραμμή ( ), που σημειώνεται είτε στο τέλος της σειράς, όταν δε χωρεί η λέξη ολόκληρη και πρέπει να την κόψουμε και να τη χωρίσουμε (π.χ. παί ζω), είτε ύστερα από τις λέξεις Αγια , Αϊ , γερο , γρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Thomas Brun — Thomas Brun, also le Brun or Brown, was son or nephew of William Brun (first to bear the name Le Brun), a clerk of Henry I of England. He travelled to Sicily as a child in the entourage of Robert of Selby about the year 1130. He first appears in… … Wikipedia
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… … Dictionary of Greek
μάστορας — (I) και μάστορης και μάστουρας, ο (Μ μάστορας και μάστορος και μάστρος) 1. έμπειρος τεχνίτης, άριστος γνώστης μιας τέχνης («έμαθε κοντά σε καλό μάστορα την τέχνη» 2. αυτός που διευθύνει εργάτες, αρχιτεχνίτης, κάλφας, προϊστάμενος και επόπτης… … Dictionary of Greek
μαστροδουλεμένος — η, ο μαστορικός, κατασκευασμένος με τεχνική επιδεξιότητα, καλοδουλεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάστρο (< μαστορικά) + δουλεμένος] … Dictionary of Greek
μαστρολογώ — και μαστρολογάω μαστορεύω, κατασκευάζω ή επισκευάζω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαστρο * + λογώ*] … Dictionary of Greek